γοητείας

γοητείας
γοητείᾱς , γοητεία
witchcraft
fem acc pl
γοητείᾱς , γοητεία
witchcraft
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Hogwarts — Not to be confused with Hogwort. Hogwarts School of Witchcraft And Wizardry Harry Potter school …   Wikipedia

  • вълшьство — ВЪЛШЬСТВ|О (20), А с. То же, что вълхвованиѥ в 1 знач.: чародѣиства. и вълъшьство съвьршати. (μαγγανείας) КЕ XII, 277а; помышлениѩ и хотѣниѩ ѥго нѣкаѩ волшьствомь прорица˫а (προυμανεύετο) КР 1284, 378в; творѩше волшьствомь. псомъ гл҃ати… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • гоубительство — ГОУБИТЕЛЬСТВ|О (7), А с. 1. Гибель, мор: того || ра(д) гѹбительство и градъ [вм. гладъ?] и мракота и все… по чл҃вкы преиде (λοιμός) ГА XIII–XIV, 202в–г; и державу см҃ртную раз(д)руши и губительство попра и ѹпразни воскр(с)ньемъ из гроба Пал 1406 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θέλγητρο — το (AM θέλγητρον) [θέλγω] 1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη 2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω. Η κατάλ. η τρον παρεκτεταμένος τ. τής τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη τρον.… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτιση — η 1. η μετάδοση τών ιδιοτήτων τού μαγνήτη σε άλλα σώματα, η μετατροπή ενός μετάλλου σε μαγνήτη 2. μτφ. η άσκηση γοητείας πάνω σε κάποιον, έλξη, καταγοήτευση, μάγεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνητίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Καλλιβούρση] …   Dictionary of Greek

  • πέραση — η / πέρασις, ΝΑ [περώ] νεοελλ. 1. (για νομίσματα) εγκυρότητα, αξία που επιτρέπει την κυκλοφορία αλλά και τη χρήση και αποδοχή στις διάφορες συναλλαγές («οι παλιές δεκάρες δεν έχουν πια πέραση») 2. μτφ. (για πρόσ.) αποδοχή και αναγνώριση από τους… …   Dictionary of Greek

  • σαγήνευση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαγηνεύω, άσκηση γοητείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνεύω. Η λ., στον λόγιο τ. σαγήνευσις, μαρτυρείται από το 1888 στον Αντ. Φραβασίλη] …   Dictionary of Greek

  • συναρπαγή — η, ΝΜΑ [συναρπάζω] 1. αρπαγή από κοινού με κάποιον άλλο («ἐκτὸς συναρπαγῆς καὶ κλοπῆς», πάπ.) 2. μτφ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συναρπάζω, άσκηση μεγάλης γοητείας πάνω σε κάποιον νεοελλ. φρ. «σύνθετο εκ συναρπαγής» γλωσσ. σύνθετη λέξη που… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελένη, Ωραία — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ηρωίδα πολλών θρύλων, αλλά είναι περισσότερο γνωστή επειδή, σύμφωνα με τη μυθολογία, υπήρξε αφορμή του Τρωικού πολέμου. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαου, τον οποίο εγκατέλειψε και έφυγε με τον Τρώα Πάρη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”